- πλαδάρωσις
- πλᾰδᾰρ-ωσις, εως, ἡ,A becoming 'splashy', of the stomach, Cass.Fel.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαδάρωση — η / πλαδάρωσις, ώσεως, ΝΑ [πλαδαρούμαι] το να γίνεται κάποιος ή κάτι πλαδαρό, μαλακό … Dictionary of Greek